αψέκαστος

αψέκαστος
ilaçlanmamış (tarımsal)

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αψέκαστος — η, ο αυτός που δεν έχει ψεκαστεί, ο αράντιστος …   Dictionary of Greek

  • αψέκαστος — η, ο αυτός που δεν ψεκάστηκε, δε ραντίστηκε: Αψέκαστα είχαν μονάχα τα ελαιόδεντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”