αψέκαστος — η, ο αυτός που δεν έχει ψεκαστεί, ο αράντιστος … Dictionary of Greek
αψέκαστος — η, ο αυτός που δεν ψεκάστηκε, δε ραντίστηκε: Αψέκαστα είχαν μονάχα τα ελαιόδεντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)